τράκο

τράκο
τό
1) столкновение; 2) перен. столкновение, стычка;

έπαθα μεγάλο τράκο — у меня были большие неприятности;

3) взбучка, нагоняй;

τούδωκα έναν τράκο — я ему дал взбучку, я ему выдал «бенц»


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τράκο" в других словарях:

  • τράκο — τράκο, το και τράκος, ο 1. σύγκρουση, τρακάρισμα: Τέτοιο τράκο, τέτοια καταστροφή. 2. μτφ., επίθεση, επίπληξη, μάλωμα: Του δωσα τράκο, που κοκκίνισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τράκο — το, και τράκος, ο, Ν 1. σύγκρουση, τρακάρισμα 2. ναυτ. συμπλοκή σώμα με σώμα πάνω στο κατάστρωμα πλοίου 3. μτφ. δριμεία επίπληξη 4. φρ. α) «έπαθε τράκο» έπαθε μεγάλη ζημιά, τόν βρήκε συμφορά β) «βάρδα τράκο» ναυτ. (ιδίως σε ιστιοφόρα) κέλευσμα… …   Dictionary of Greek

  • τρακάρισμα — το, ατος 1. σύγκρουση οχήματος με άλλο, τράκα, τράκο: Φονικό τρακάρισμα. 2. συμπλοκή, τσάκωμα, άρπαγμα: Τρακάρισμα με πολύ ξύλο. 3. ξαφνική συνάντηση: Τρακάρισμα με παλιό φίλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»